φουκαράς

φουκαράς
ο, Ν
1. φτωχός
2. καημένος, δύστυχος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fukara].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φουκαράς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. φτωχός. 2. δυστυχισμένος, άθλιος, ταλαίπωρος, κακομοίρης, φουκαριάρης: Βρε το φουκαρά, τι έπαθε πάλι στα καλά καθούμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουκαριάρης — α, ικο, Ν φουκαράς, ταλαίπωρος, δύστυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • φουκαριάρικος — η, ο, Ν 1. φουκαράς 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φουκαρά (α. «φουκαριάρικη ζωή» β. «φουκαριάρικος μισθός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φουκαράς + κατάλ. ιάρικος (πρβλ. ψωρ ιάρικος)] …   Dictionary of Greek

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • ζάβαλης — και ζαβαλής, ο 1. δυστυχής, ταλαίπωρος 2. (θωπευτικά) φουκαράς, κακόμοιρος, καημένος («κουτός είσαι, ζάβαλη», Καμπούρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zavalli] …   Dictionary of Greek

  • καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… …   Dictionary of Greek

  • καρίφης — ο 1. ατυχής, καημένος, φουκαράς, δυστυχισμένος 2. αυτός που προσποιείται τον θλιμμένο, που κάνει τον λυπημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < τουρκ. garip] …   Dictionary of Greek

  • καψερός — ή, ό (Μ καψερός, ή, όν) νεοελλ. (και ως έκφρ. οίκτου) δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς («τή λυπάμαι την καψερή τη γυναίκα») μσν. θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) + κατάλ. ερός (πρβλ. φαρμακ ερός, χλο ερός)] …   Dictionary of Greek

  • κλεφταράκος — ο μικροκλέφτης, κλεφτρόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτ αρος + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. φουκαράς > φουκαράκος). Ενδιαφέρουσα περίπτωση υποκοριστικού παρ. από μεγεθ. πρωτόθετο (πρβλ. και ψευτ αρ άκος)] …   Dictionary of Greek

  • κωλοσέρνω — (Μ κωλοσέρνω και κωλοσύρνω) σέρνω πίσω μου, σέρνω στο έδαφος νεοελλ. μέσ. κωλοσέρνομαι μετατοπίζομαι ή μετακινούμαι με δυσκολία («κωλοσέρνεται ο φουκαράς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”